- ανδίρα
- (andira). Γένος χεδρωτών φυτών της οικογένειας των ψυχανθών, με περίπου 30 είδη, ιθαγενή της τροπικής Αμερικής και Αφρικής. Πρόκειται για δέντρα αειθαλή, ύψους 7-15 μ., με φύλλα φτερωτά και άνθη τόσο μικρά ώστε δύσκολα διακρίνονται. Τα άνθη είναι ρόδινα, κόκκινα ή πορφυρά και πολύ αρωματικά. Ο καρπός τους είναι χέδροπας, μεγέθους καρυδιού ή μικρού αβγού κότας, με ένα σπέρμα σκληρό και πικρό. Η α. πολλαπλασιάζεται με σπορά ή με μοσχεύματα.
Dictionary of Greek. 2013.